- νύγδην
- νύγ-δην, Adv.A by pricking, A.D.Adv.198.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύγδην — (Α) επίρρ. με νύξη, με κέντημα, κεντώντας, τσιμπώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ τού νύσσω* «κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην)] … Dictionary of Greek
νύγδην — by pricking indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)